σαμάνος

σαμάνος
και σαμάν, ο, Ν
(στα ουραλοαλταϊκά φύλα τής κεντρικής και βόρειας Ασίας καθώς και σε άλλα μέρη τού κόσμου)
μάγος που, σύμφωνα με τις τοπικές θρησκευτικές δοξασίες, είναι προικισμένος με την ικανότητα να επικοινωνεί με τον κόσμο τών πνευμάτων, να θεραπεύει ασθενείς ή και να οδηγεί με ασφάλεια τις ψυχές στον άλλο κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shaman < šaman «βουδιστής μοναχός», λ. τής γλώσσας τών Τουνγκούζ < παλικό samana «βουδιστής μοναχός» < αρχ. ινδ. śramana «βουδιστής μοναχός, ασκητικός» < śrama «θρησκευτική άσκηση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Dionysis Savvopoulos — Dionysis Savvopoulos, 2007. Dionysis Savvopoulos (Greek: Διονύσης Σαββόπουλος) (born 2 December 1944) is a Greek music composer, lyricist and singer.[1] He was born in Thessaloniki. In 1963 he moved to …   Wikipedia

  • Thanassis Papakonstantinou — Thanasis Papakonstantinou (Θανάσης Παπακωνσταντίνου) (born April 26, 1959, in Tyrnavos) is a Greek singer songwriter. hort biographyHe is married with two children. He studied Mechanical Engineering in Thessaloniki, which he practices as well as… …   Wikipedia

  • Саввопулос, Дионисис — Дионисис Саввопулос Дионисис Саввопулос, 2007 год …   Википедия

  • Σαμογέτες — Πληθυσμός, άλλοτε πολυάριθμος, που ανήκει στον ουραλοαλταϊκό κορμό και ασχολείται με τη νομαδική κτηνοτροφία ταράνδων. Σήμερα οι Σ. ζουν στην αυτόνομη επαρχία Νόιετς (Νόιετς είναι το εθνικό όνομά τους) και στη λεκάνη του κάτω ρου του Ομπ. Οι… …   Dictionary of Greek

  • σαμάν — (I) ο, Ν βλ. σαμάνος. (II) το, Ν βοτ. είδος δέντρου τού γένους σαμάνθα, από το οποίο παράγεται το ομώνυμο ξύλο, που χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. saman < ισπ. saman] …   Dictionary of Greek

  • σαμανισμός — Ιδιαίτερο θρησκευτικό σύστημα, διαδομένο προπάντων στις υποαρκτικές περιοχές, κατά το οποίο μερικά πρόσωπα προικισμένα με ειδικές δυνάμεις, οι σαμάν, μπορούν να επικοινωνήσουν με τον κόσμο των πνευμάτων για να πετύχουν ορισμένα ωφελήματα. Ο όρος… …   Dictionary of Greek

  • σαμανιστής — ο, θηλ. σαμανίστρια, Ν οπαδός τού σαμανισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shamanist < shaman (βλ. σαμάνος) + κατάλ. ist (βλ. ιστής)] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”